- ἀκρατόστομος
- ἀκρᾰτόστομος, ον,A gloss on ἀθυρόγλωσσος, Sch.E.Or.903.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρατόστομος — ἀκρατόστομος, ον (Μ) αυτός που έχει αχαλίνωτο στόμα, αθυρόστομος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + στομος < στόμα] … Dictionary of Greek
ἀκρατόστομος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… … Dictionary of Greek